τυμπανοτρίβης

τυμπανοτρίβης
τυμπᾰνο-τρίβης [pron. full] [ῐ], ου, ,
A drummer, esp. used of the Galli in the worship of Cybele, in Lat. form tympanotriba, Plaut.Truc.611.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυμπανοτρίβης — ὁ, Α 1. αυτός που κρούει το τύμπανο, τυμπανοκρούστης 2. μτφ. (για τους ευνούχους ιερείς τής Κυβέλης) θηλυπρεπής, κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + τρίβης (< τρίβω), πρβλ. φαρμακο τρίβης] …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”